Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Στο Μόναχο, με οδηγό το βιβλίο του Χέιρτ Μακ «Στην Ευρώπη. Ταξίδια στον 20ό αιώνα»



Από το βιβλίο του Χέιρτ Μακ, «Στην Ευρώπη. Ταξίδια στον 20ό αιώνα», Αθήνα: Μεταίχμιο 2007, σ. 256-259



Το αιώνιο ερώτημα γύρω από το Μόναχο είναι πάντα: Πώς, για το όνομα του Θεού, μπόρεσε αυτή η φιλική, νότια πόλη, αυτό το εξαιρετικά ευχάριστο μέρος, αυτό το κέντρο καλλιτεχνίας και ευθυμίας, να γίνει το λίκνο ενός τόσου φανατικού και καταστρεπτικού κινήματος; Αφού εδώ ιδρύθηκε το NSDAP, εδώ ο Αδόλφος Χίτλερ ανακάλυψε τις χαρισματικές του δυνάμεις, εδώ έπεσαν το 1923 οι πρώτοι ιερομάρτυρες του κινήματος, εδώ διεξήχθη η συνδιάσκεψη ειρήνης του 1938. 



Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα το Μόναχο, η πρωτεύουσα του συντηρητικού βασιλείου της Βαυαρίας, είχε εξελιχθεί σ’ ένα μπαρόκ άσυλο με φαρδιές λεωφόρους και υπέροχα παλάτια, το καταφύγιο συγγραφέων, καλλιτεχνών και θεατρανθρώπων για τους οποίους το Βερολίνο είχε παραγίνει ασφυκτικό. Η συνοικία Σβάνμπινγκ θεωρούνταν μια δεύτερη Μονμάρτη. Εκεί εργάζονταν περισσότεροι ζωγράφοι και γλύπτες απ’ ότι στη Βιέννη και το Βερολίνο: καλλιτέχνες που παρακολουθούσαν την παράδοση, αλλά επίσης άνθρωποι σαν το Φριτς Μαρκ, τον Πάουλ Κλέε και άλλους αβανγκάρντ καλλιτέχνες που ανήκαν στο εξπρεσιονιστικό ρεύμα Der Blaue Reiter [Ο γαλάζιος καβαλάρης]. Δεν ήταν τυχαίο που ο εικοσιτετράχρονος ζωγράφος Αδόλφος Χίτλερ αποφάσισε το 1913 να μετακομίσει από τη Βιέννη στο Σβάμπινγκ. «Το Σβάμπινγκ ήταν ένα πνευματικό νησί στον μεγάλο κόσμο, στη Γερμανία, και κυρίως στο ίδιο το Μόναχο» έγραψε ο ρώσος ζωγράφος Βασίλι Καντίνκσι. Από το 1896 ήταν το σπίτι του θρυλικού Simplicissimus ενός σατιρικού περιοδικού που είχε ως έμβλημα ένα αδέσποτο κόκκινο σκυλί, γεμάτου αστεία για τον αυτοκράτορα και την εκκλησία, και σελίδες με διαφημίσεις για «δυναμωτικά χάπια» για άντρες και θεραπείες αποτοξίνωσης «από αλκοόλ, μορφίνη, όπιο και κοκαΐνη». Έπειτα από μια απαγόρευση, η κυκλοφορία του αυξήθηκε μέσα σε ένα μήνα από δεκαπέντε σε ογδόντα πέντε χιλιάδες φύλλα. 
Ούτε είκοσι χρόνια αργότερα το Μόναχο θα γινόταν η επίσημη κομματική πόλη των ναζί, η δεύτερη πρωτεύουσα του Τρίτου Ράιχ. Αλλά την ίδια στιγμή το Μόναχο ήταν επίσης η πόλη του Λευκού Τριαντάφυλλου, μιας από τις ελάχιστες αντιστασιακές οργανώσεις στη ναζιστική Γερμανία. Σ’ αυτήν την πόλη οι φοιτήτριες σφύριξαν χλευαστικά στο βαυαρό περιφερειάρχη, εν μέσω πολέμου, όταν ο τελευταίος τις κάλεσε να σταματήσουν τις σπουδές τους και να γεννήσουν μωρά για τον Φίρερ. Και στο ίδιο Μπιργκερμπροϊκέλερ έλαβε χώρα το φθινόπωρο του 1939 η πρώτη απόπειρα κατά του Χίτλερ, μια ωρολογιακή βόμβα κρυμμένη σε μια κοιλότητα που είχε ανοιχτεί επιδέξια σε μια κολόνα, ενέργεια ενός μοναδικού ανθρώπου, του επιπλοποιού Γιόχαν Γκέοργκ Έλζερ.

Τώρα το Σβάμπινγκ είναι μια ημιπολυτελής συνοικία με φαρδιούς δρόμους, σχεδόν παρισινές πολυκατοικίες και αμέτρητα εστιατόρια, μαγαζάκια, βιβλιοπωλεία και γκαλερί. Εντυπωσιακά είναι τα τεράστια γραφεία και τα σχολικά κτίρια από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, χτισμένα σε μια κλίμακα που σπάνια βλέπεις σε τέτοιο περιβάλλον. Είναι σαλπίσματα από το παρελθόν: εδώ είμαστε και εδώ θα μείνουμε, εμείς οι βασιλείς της Βαυαρίας.

Το Μόναχο είναι –μαζί με το Άμστερνταμ – η μόνη μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη όπου ακόμα και ο δήμαρχος μετακινείται με ποδήλατο. Τα τελευταία χρόνια έχουν κατασκευαστεί παντού ποδηλατοδρόμοι, και σ’ αυτούς μια μειοψηφία του πληθυσμού κάνει τώρα φανατικά ποδήλατο, πάνω σε επαγγελματικά δίτροχα, με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τούτοι οι Γερμανοί καταπιάστηκαν με την ποδηλασία με τον δικό τους επιμελή τρόπο. Όταν κάνουν ποδήλατο, Κάνουν ποδήλατο. Εδώ η Ποδηλασία είναι μια πράξη, ένα Πιστεύω.

Το δικό μου ποδήλατο κρέμεται ταπεινά πίσω στο φορτηγάκι μου. Είναι ένα τίμιο ποδήλατο από το Άμστερνταμ, ένα χρηστικό αντικείμενο γεμάτο βαθουλώματα και σκουριές, ένα λαϊκό παιδί ανάμεσα στα τέλεια αγωνιστικά μοντέλα των πιστών. Και οι δύο αισθανόμαστε κάπως άβολα, το ποδήλατό μου κι εγώ. 


Έτσι μετακινούμαι προσεκτικά στην Αθήνα επί του Ίζαρ, όπως αποκαλούνταν συχνά ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο το Μόναχο, ο πολιτιστικός κήπος της Εδέμ του Χένρικ Ίμπσεν, του Βάγκνερ και των βαυαρών βασιλέων Λουδοβίκου Β΄ και Λεοπόλδου. Με το ποδήλατό μου που τρίζει δυνατά περνάω κάτω από παλιές πύλες, δίπλα από κομψά σιντριβάνια, από το ψευτορωμαϊκό Εθνικό Θέατρο και την ίσια Λούντβιχστρασε που χρονολογείται από το δέκατο ένατο αιώνα. Για δες, εκεί στέκεται πάντα «Η Βαυαρική Αυλή», το ξενοδοχείο όπου ο Αδόλφος Χίτλερ μάθαινε από την κυρία Μπέχσταϊν πώς να καταπιαστεί με τα στρείδια και τις αγκινάρες. Και ορίστε, να το διαμέρισμά του, στον δεύτερο όροφο του αριθμού 16 της Πριντσρέγκεντενπλατς. Τώρα μια αριστοκρατική οικογένεια του Μονάχου μένει πάλι εκεί. Και να και ο δρόμος στο Σβάμπινγκ όπου άρχισαν όλα, τώρα γεμάτος εξωτικές μυρωδιές από κινέζικα, ινδικά, ρωσικά ιταλικά και μεξικάνικα εστιατόρια, Σλάισχαϊμερ Στράσε 34. Η τεράστια αναμνηστική πλάκα που κάποτε ήταν αναρτημένη εδώ έχει καλυφθεί από ένα παζύ στρώμα ασβέστη.




Το Σβάμπινγκ ήταν ένα νησί, έγραψε δικαίως ο Καντίνσκι. Μέχρι ένα προχωρημένο σημείο του εικοστού αιώνα χάρισε κάποια φήμη στο Μόναχο, αλλά παρέμεινε νησί. Οι απλοί πολίτες του Μονάχου δεν είχαν σε μεγάλη υπόληψη αυτήν τη συνοικία που ήταν γεμάτη πόρνες, φοιτητές και αναρχικούς. Οι κάτοικοι του Σβάμπινγκ, με τη σειρά τους, αντίκριζαν με περιφρόνηση τους παχουλούς κατοίκους του Μονάχου, που ζούσαν μόνο για έναν πλούσιο γάμο και τρία λίτρα μπίρα την ημέρα. Σύμφωνα με το βαυαρό ιστορικό Γκέοργκ Φραντς, αυτό το Μόναχο με τις εσωτερικές αντιφάσεις μπορεί να αναχθεί στο 1919, στο τραύμα των πολιτών από τη –βραχύβια – Λαϊκή Δημοκρατία της Βαυαρίας του Κουρτ Άϊσνερ. Κατ’ αυτόν η άνοδος των ναζί στο Μόναχο ήταν άμεσο επακόλουθο αυτού του αιματηρού εμφύλιου πολέμου. Περιγράφοντας το Μόναχο του Χίτλερ, ο Ντέιβιντ Λαρτζ πηγαίνει μερικά βήματα παραπέρα. Πιστεύει ότι ο πολύκροτος αστικός πολιτισμός του Μονάχου είχε πάντα και μιαν άλλη, αντι-κοσμοπολίτικη και αντι-φιλελεύθερη όψη.

Υπό αυτή την έννοια το Μόναχο έμοιαζε με τη Βιέννη· κάτω από την αρμονία και την προσήνεια κρυβόταν μια έντονη διχασμένη κοινωνία με μεγάλες εντάσεις ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Μεταξύ του 1880 και του 1910, μέσα σε τρεις δεκαετίες, το Μόναχο είχε εξελιχθεί από επαρχιακή πόλη σε μητρόπολη. Ο πληθυσμός είχε διπλασιαστεί, η στέγαση ήταν το ίδιο οικτρή με τη Βιέννη, αλλά οι μετανάστες συνέχιζαν να καταφθάνουν. Εβραίοι επιχειρηματίες, επιστήμονες και τραπεζίτες έδιναν τον τόνο σ’ αυτό το καινούριο αστικό κλίμα. Ο Χέρμαν Τιτς, εβραϊκής καταγωγής, εγκαινίασε εκεί την αλυσίδα των πολυκαταστημάτων του· οι μικροί καταστηματάρχες έγιναν έξαλλοι. Οι τιμές των σπιτιών ανέβηκαν· έριξαν το φταίξιμο στους εβραίους τραπεζίτες. Η πορνεία αυξήθηκε· ο Τιτς κατηγορήθηκε ότι ωθούσε τις πωλήτριες του στο πεζοδρόμιο επειδή δεν τις πλήρωνε αρκετά. Η αριστοκρατική Staatsbürgerzeitung άρχισε να παραπονιέται για την «τρομακτική αύξηση του εβραϊκού στοιχείου» στην πόλη και προέβλεψε «την καταστροφή της καλύτερης μερίδας της εμπορικής τάξης του Μονάχου». Το 1891 ιδρύθηκε το πρώτο αντισημιτικό κόμμα του Μονάχου. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος, και μετά η βία παρεισέφρησε στην πολιτική. Στο τέλος ο φτωχικός τυμπανιστής από το Hofbräuhaus πήρε την πόλη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου