Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος - Πέντε αποσπάσματα



Κεφάλαιο 2, «Στον πάτο» (σ. 30-31)
«Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρι, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμαστε στον πάτο. Πιο κάτω δεν γίνεται να πάμε: μας στέρησαν τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μας· εάν μιλήσουμε δεν θα μας ακούσουν, και εάν μας άκουγαν δεν θα μας καταλάβαιναν. Θα μας στερήσουν και το όνομά μας: κι αν θέλουμε να το κρατήσουμε, θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη μέσα μας, τη δύναμη να το σώσουμε και μαζί μ’ αυτό να σώσουμε κάτι από μας, απ’ αυτό που υπήρξαμε.
Ξέρουμε ότι οι άλλοι δύσκολα θα μας καταλάβουν, αλλ’ όμως ας είναι έτσι. Ας αναλογιστούμε τώρα την αξία και το νόημα που κλείνουν μέσα τους οι πιο απλές καθημερινές μας συνήθειες, τα μικρά αντικείμενα που έχει ακόμα και ο πιο δυστυχής ζητιάνος: ένα μαντίλι, ένα παλιό γράμμα, τη φωτογραφία ενός αγαπημένου προσώπου. Αυτά τα αντικείμενα είναι κομμάτι του εαυτού μας, σχεδόν σαν τα μέλη του σώματός μας· θα διανοηθούμε να τα αποχωριστούμε μόνο εάν βρούμε άλλα που θα τα αντικαταστήσουν, άλλα αντικείμενα δικά μας που να φυλάγουν και ξυπνούν αναμνήσεις.
Ας σκεφτούμε έναν άνθρωπο που του στερούν όχι μόνο τα αγαπημένα του πρόσωπα αλλά και το σπίτι του, τις συνήθειές του, τα ρούχα του, κυριολεκτικά οτιδήποτε του ανήκει: θα είναι πλέον ένας άδειος άνθρωπος, θα οδηγηθεί στην ένδεια και στη θλίψη, θα χάσει την αξιοπρέπειά του και τη λογική του, γιατί είναι εύκολο αν χάσεις τα πάντα να χάσεις και τον ίδιο σου τον εαυτό. Κι όταν βρεθεί σ’ αυτήν την κατάσταση, άλλοι θα ορίζουν την ζωή του και θα αποφασίζουν για το θάνατό του χωρίς κανέναν αίσθημα ανθρωπισμού ή στην καλύτερη περίπτωση με μόνο κριτήριο το όφελος. Τότε θα γίνει κατανοητή η διπλή σημασία του όρου «στρατόπεδο συγκέντρωσης», θα γίνει κατανοητό τι θέλουμε να εκφράσουμε μ’ αυτή τη φράση: είμαστε στον πάτο».

(σ. 43)
«Βρίσκομαι στον πάτο. Μαθαίνει κανείς πολύ γρήγορα να σβήνει το παρελθόν εάν σπρώχνει η ανάγκη. Μετά από δεκαπέντε μέρες στο Λάγκερ, υποφέρω ήδη από χρόνια πείνα, αυτή την πείνα που είναι άγνωστη στους ελεύθερους ανθρώπους, την πείνα που την ονειρεύεσαι τη νύχτα και που εξουσιάζει όλα μας τα μέλη· ξέρω πώς να φυλάγομαι για να μη με κλέψουν, και αν βρω κάποιο κουτάλι τριγύρω, σπάγκο ή κουμπί και δεν υπάρχει κίνδυνος να με αντιληφθούν, τα βάζω στην τσέπη μου και τα θεωρώ δικά μου· τα πόδια μου είναι γεμάτα πληγές που δεν θα γιατρευτούν. Σπρώχνω βαγόνια, σκάβω με το φτυάρι, εξαντλούμαι στη βροχή, τρέμω στο κρύο· δεν αισθάνομαι πλέον το σώμα για δικό μου: η κοιλιά μου έχει πρηστεί, τα μέλη μου είναι αδύνατα και ξερά σαν ξύλα, το πρόσωπό μου πρησμένο το πρωί και βαθουλωμένο το βράδυ· σε μερικούς κιτρίνισε το δέρμα, σε άλλους είναι γκρίζο· αν δεν ιδωθούμε για τρεις – τέσσερις μέρες, μετά δύσκολα αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον».

Κεφάλαιο 3, «Μύηση» (σ. 48-19)

«[…] Αλλά επειδή το νόημά τους είναι αυτό, και δεν το ξέχασα ποτέ: ακριβώς επειδή το Λάγκερ είναι ένας τεράστιος μηχανισμός που έχει σκοπό να μας αποκτηνώσει, εμείς πρέπει ν’ αντισταθούμε· και σε αυτό εδώ το Λάγκερ μπορεί κανείς να επιβιώσει, αλλά γι’ αυτό θα πρέπει διαρκώς να επιθυμούμε να επιβιώσουμε, για να διηγηθούμε μετά, για να μεταδώσουμε τη μαρτυρία μας· και για να ζήσουμε είναι απαραίτητο να προσπαθήσουμε να σώσουμε τουλάχιστον το σκελετό, τη βάση του πολιτισμού. Ναι, είμαστε σκλάβοι, στερημένοι κάθε δικαίωμα, εκτεθειμένοι σε κάθε προσβολή, αντιμετωπίζουμε βέβαιο θάνατο, αλλά μας έχει απομείνει ένα δικαίωμα και πρέπει να το υπερασπιστούμε με σθένος, γιατί είναι το τελευταίο: το δικαίωμα να αρνηθούμε τη συγκατάθεσή μας. Και γι’ αυτό πρέπει να πλένουμε το πρόσωπό, έστω και χωρίς σαπούνι και με βρόμικο νερό και να σκουπιζόμαστε με τη ζακέτα. Να βάζουμε γράσο στα παπούτσια, όχι επειδή το επιβάλει ο κανονισμός αλλά από αξιοπρέπεια και ευπρέπεια. Πρέπει να περπατάμε ευθείς, χωρίς να σέρνουμε τα πόδια μας, όχι χάριν της πρωσικής πειθαρχίας, αλλά για να μείνουμε ζωντανοί, για να μην πάρουμε το δρόμο που οδηγεί στο θάνατο. Αυτά είναι τα λόγια του Στάινλάουφ, ανθρώπου καλής θέλησης: λόγια παράξενα για τα αυτιά μου που δεν έχουν συνηθίσει, που τα κατανοώ και τα επιδοκιμάζω μόνο εν μέρει, και τα οποία μετατρέπονται σε μια πιο απλή, ευέλικτη και ήπια θεωρία, που εδώ και αιώνες ασπαζόμαστε στα μέρη μας και σύμφωνα με την οποία είναι μάταιο να υιοθετεί κανείς ένα φιλοσοφικό σύστημα που διαμόρφωσαν άλλοι, κάτω από έναν άλλο ουρανό. Η σοφία και η ηθική του Στάινλάουφ, σίγουρα σωστές γι’ αυτόν, εμένα δεν μου αρκούν. Εδώ, σ’ αυτόν το περίπλοκο κάτω κόσμο, οι σκέψεις μου είναι συγκεχυμένες: είναι αναγκαίο να διαμορφώσει κανείς ένα φιλοσοφικό σύστημα και να το εφαρμόσει ή μήπως είναι πιο ωφέλιμο να συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει ένα τέτοιο σύστημα;».  

Κεφάλαιο 4, «Ka-Be» (σ.65-66)

«Ka-Be [= το αναρρωτήριο στη γλώσσα του στρατοπέδου του Άουσβιτς] είναι το ίδιο το Λάγκερ χωρίς τη σωματική ταλαιπωρία. Γι’ αυτό το λόγο σε όποιον έχει απομείνει σπόρος συνείδησης, εδώ, η συνείδηση αφυπνίζεται: γι’ αυτό και στις άδειες μέρες μας δεν μιλάμε για την πείνα και τη δουλειά αλλά μιλάμε για το πώς μας κατάντησαν, για όλα όσα μας αφαίρεσαν, για το τι είναι αυτή η ζωή. Στο Ka-Be, παρένθεση σχετικής ηρεμίας, αντιληφθήκαμε ότι η ανθρώπινη υπόσταση είναι εύθραυστη, ότι αυτή κινδυνεύει περισσότερο από τη ζωή. Και οι αρχαίοι σοφοί αντί να μας νουθετήσουν «να θυμάσαι ότι θα πεθάνεις», θα ήταν καλύτερο, να μας υπενθύμιζαν ότι αυτός είναι ο πιο σοβαρός κίνδυνος. Εάν μέσα από τα στρατόπεδα θα μπορούσε να δραπετεύσει ένα μήνυμα και να φτάσει στους ελεύθερους ανθρώπους θα ήταν αυτό: Προσπαθήστε να μην υποστείτε στο σπίτι σας αυτό που έχει επιβληθεί σε μάς εδώ.
Όταν δουλεύουμε, υποφέρουμε τόσο που δεν υπάρχει καιρός για σκέψη: τα σπίτια μας είναι πλέον μια θολή ανάμνηση. Εδώ όλος ο χρόνος είναι δικός μας: (αν και απαγορεύεται) πηγαίνουμε από κουκέτα σε κουκέτα και μιλάμε, μιλάμε. Το ξύλινο παράπηγμα, όπου στοιβάζεται πλήθος δυστυχισμένων ανθρώπων, αντηχεί από συζητήσεις, αναμνήσεις και από μια άλλη θλίψη: «Heimweh» είναι η γερμανική λέξη γι’ αυτή τη θλίψη, είναι μια ωραία λέξη, σημαίνει «η νοσταλγία του σπιτιού».
Ξέρουμε από πού ερχόμαστε: οι αναμνήσεις του έξω κόσμου κατοικούν στα όνειρά μας και στην ξαγρύπνια μας, έκπληκτοι βλέπουμε πως τίποτα δεν ξεχάσαμε, καθετί που ανακαλούμε στη μνήμη μας, αναδύεται με βασανιστική διαύγεια.
Αλλά δεν ξέρουμε πού πάμε. Ίσως να επιζήσουμε απ’ τις αρρώστιες και να γλιτώσουμε απ’ την επιλογή, ίσως ν’ αντέξουμε τη δουλειά και την πείνα που μας αφανίζουν: και μετά; Εδώ, προσωρινά μακριά από τις βρισιές και το ξύλο, ξαναβρήκαμε τον εαυτό μας και μπορούμε να σκεφτούμε, και είναι φανερό ότι δεν θα ξαναγυρίσουμε. Ταξιδέψαμε ως εδώ μέσα σε σφραγισμένα βαγόνια· είδαμε τις γυναίκες και τα παιδιά μας να τους καταπίνει το σκοτάδι· σκλάβοι, πηγαινοερχόμαστε χιλιάδες φορές στη βουβή δουλειά, νεκροί στην ψυχή πριν των ανώνυμο θάνατο. Δεν θα ξαναγυρίσουμε. Κανείς δεν πρέπει να βγει από δω, κανείς που θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο μαζί με το χαραγμένο στη σάρκα του νούμερο τη δυσοίωνη είδηση του τι κατάφερε να κάνει άνθρωπος στον άνθρωπο στο Άουσβιτς». 
 

Κεφάλαιο 9, «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν» (σ. 106-109)
«Αντίθετα αξίζει να προσέξουμε αυτό το γεγονός: έρχεται στο φως η ύπαρξη δύο κατηγοριών ανθρώπων σαφώς ξεχωριστών: αυτοί που σώθηκαν και αυτοί που βούλιαξαν. Άλλα ζεύγη αντιθέτων (οι καλοί και οι κακοί, οι σώφρονες και οι ανόητοι, οι δειλοί και οι θαρραλέοι, οι τυχεροί και οι άτυχοι) είναι λιγότερο σαφή, αναφέρονται μάλλον σε επίκτητα χαρακτηριστικά και κυρίως επιτρέπουν περισσότερες και πιο σύνθετες διαβαθμίσεις.
Στην κανονική ζωή, αυτή η διάκριση είναι πολύ λιγότερο προφανής· είναι πιο δύσκολο να χαθεί ο άνθρωπος στην κανονική ζωή, επειδή δεν είναι μόνος του αλλά στην άνοδο και στην πτώση του είναι συνδεδεμένος με την τύχη των γύρω του· για το λόγο αυτό είναι σπάνιο κάποιος να αποκτά απεριόριστη δύναμη ή να βαδίζει από ήττα σε ήττα ως την καταστροφή. Επιπλέον ο καθένας διαθέτει αποθέματα σωματικά, πνευματικά ακόμα και οικονομικά, έτσι ώστε οι πιθανότητες ενός ναυαγίου ή μιας αδυναμίας απέναντι στη ζωή να είναι περιορισμένες. Αλλά και οι νόμοι μετριάζουν αυτή την πιθανότητα, καθώς και η ηθική συνείδηση που λειτουργεί σαν εσωτερικός νόμος· γιατί πράγματι, πολιτισμένη θεωρείται μια χώρα όταν οι πιο σοφοί και αποτελεσματικοί νόμοι της είναι ακριβώς εκείνοι που εμποδίζουν τον δυστυχή να γίνεται πιο δυστυχής και τον ισχυρό να γίνεται ισχυρότερος.
Αλλά στο Λάγκερ είναι διαφορετικά: εδώ ο αγώνας για την επιβίωση είναι ανελέητος, γιατί ο καθένας είναι απελπιστικά και βασανιστικά μόνος του. Εάν ο οποιοσδήποτε Νουλ Άχτζεν τρεκλίζει, δεν θα βρει κανέναν να του απλώσει χέρι βοηθείας αλλά πολλούς που θα του καταφέρουν ένα χτύπημα στα πλευρά, γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται εάν ένας επιπλέον «μουσουλμάνος» [στην αργκό του στρατοπέδου του Άουσβιτς, «μουσουλμάνος» (άγνωστο για ποιο λόγο) ονομαζόταν ο κρατούμενος σε κατάσταση λιμοκτονίας] σέρνεται κάθε μέρα στη δουλειά· και αυτός που με κάποιο θαύμα πανουργίας και άγριας υπομονής θα επινοήσει μια καινούρια απάτη για να ξεφύγει από τη βαριά δουλειά, μια νέα τέχνη που θα αποδώσει μεριά γραμμάρια ψωμί, θα κάνει το παν για να κρατήσει μυστικό τον τρόπο και γι’ αυτό όλοι θα τον σέβονται και τον εκτιμούν και θα έχει εξαιρετικό προσωπικό όφελος· θα αποκτήσει δύναμη και επομένως θα τον φοβούνται και, εκ προοιμίου, αυτός που προκαλεί φόβο έχει ελπίδες να επιβιώσει.   
Στη ζωή και στην ιστορία μοιάζει να επικρατεί μερικές φορές ένας νόμος απάνθρωπος, που ακούγεται ως εξής: «αυτός που θα έχει, θα λάβει· αυτός που δεν έχει, θα του αφαιρεθεί». Στο Λάγκερ, όπου ο άνθρωπος είναι μόνος και ο αγώνας για τη ζωή εξέπεσε στην πρωτόγονη μορφή του, ο νόμος της αδικίας είναι σε πλήρη ισχύ και αποδεκτός από όλους. Με τους ικανούς, τους δυνατούς και τους ραδιούργους, οι ίδιοι οι αρχηγοί διατηρούν ευχαρίστως σχέσεις, μερικές φορές φιλικές, επειδή ελπίζουν ότι αργότερα ίσως αποκομίζουν κάποιο όφελος. Αλλά δεν αξίζει να μιλάς στους μουσουλμάνους, στους διαλυμένους ανθρώπους, γιατί θα άρχιζαν να παραπονιούνται και θα διηγούνταν τι έτρωγαν στο σπίτι τους Ακόμα λιγότερο αξίζει να τους κάνεις φίλους γιατί δεν διαθέτουν λαμπρές γνωριμίες, δεν τρώνε τίποτα έξτρα, δεν δουλεύουν σε προνομιακά Κομάντο και δεν ξέρουν κανέναν μυστικό τρόπο «οργάνωσης». Και τέλος όλοι ξέρουν ότι είναι περαστικοί από δω, και σε μια εβδομάδα θα απομείνει από αυτούς μια χούφτα στάχτης σε κάποιον κοντινό αγρό και ένα νούμερο ξεθωριασμένο σε κάποια λίστα. Αν και συγχωνευμένοι και παρασυρμένοι διαρκώς απ’ το αμέτρητο πλήθος των ομοίων τους, υποφέρουν και βυθίζονται σε μια θολή και κλειστή μοναξιά, πεθαίνουν ή εξαφανίζονται μέσα στη μοναξιά χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη στη μνήμη κανενός.
Το αποτέλεσμα αυτής της ανελέητης φυσικής επιλογής θα μπορούσαμε να το διαβάσουμε στις στατιστικές κίνησης των Λάγκερ. Στο Άουσβιτς, τη χρονιά του 1944, από τους παλιούς Εβραίους κρατούμενους (για τους άλλους δεν θα μιλήσουμε εδώ, γιατί η κατάστασή τους ήταν διαφορετική), «kleine Nummer», μικρά νούμερα, κατώτερα από εκατόν πενήντα χιλιάδες, υπήρχαν ελάχιστα· κανένας από αυτούς δεν ήταν κοινός Häftlinge, που να ανήκει σε κοινό Κομάντο και να τρέφεται με τη συνηθισμένη μερίδα. Οι επιζώντες ήταν γιατροί, ράφτες, τσαγκάρηδες, μουσικοί, μάγειροι, νέοι και ελκυστικοί ομοφυλόφιλοι, φίλοι ή συμπατριώτες όσων κατείχαν κάποιο πόστο: επιπλέον κάποιοι εξαιρετικά σκληροί, ρωμαλέοι και απάνθρωποι, τοποθετημένοι (η ίδια η διοίκηση των Ες Ες επέλεγε τα άτομα και ανέθετε τα αξιώματα, και σε αυτό το είδος της εκλογής αποδεικνύονταν σατανικοί γνώστες των ανθρώπων) στο πόστο του Κάπο, του Blockältester ή σε άλλα· τέλος, αυτοί που χωρίς να κατέχουν ιδιαίτερα αξιώματα, χάρη στην ενεργητικότητα και την πονηριά τους πετύχαιναν πάντα κάποια «οργάνωση», εξασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο υλικό κέρδος και φήμη αλλά επίσης επιείκεια και εκτίμηση εκ μέρους των ισχυρών του στρατοπέδου. Όποιος δεν ξέρει να γίνει Organisator, Kombinator, Prominent (ωμή ευγλωττία των λέξεων!), σύντομα καταλήγει μουσουλμάνος. Τρίτος δρόμος υπάρχει μόνο στη ζωή, μάλλον είναι ο κανόνας· στο στρατόπεδο δεν υπάρχει.
Να υποκύψεις είναι πολύ απλό: αρκεί να εκτελείς όλες τις διαταγές, να αρκεστείς στη μερίδα σου, να συμμορφώνεσαι με την πειθαρχία της δουλειάς και του στρατοπέδου. Η εμπειρία απέδειξε ότι σπάνια αντέχεις πάνω από τρεις μήνες. Όλοι οι μουσουλμάνοι που οδηγούνται στους θαλάμους αερίων έχουν την ίδια ιστορία ή μάλλον δεν έχουν ιστορία. Ακολούθησαν τον κατήφορο μέχρι το τέρμα, όπως τα ρυάκια που καταλήγουν στη θάλασσα. Οδηγημένοι στο στρατόπεδο από βασική τους αδυναμία ή από κακή τύχη ή από ένα τυχαίο συμβάν ηττήθηκαν πριν καν προλάβουν να προσαρμοστούν· ηττήθηκαν εξαρχής, γιατί αρχίζουν να καταλαβαίνουν τα γερμανικά και να ξεχωρίζουν κάτι από αυτό το διαβολικό σύμπλεγμα νόμων και διαταγών μόνο όταν το σώμα τους είναι ήδη νεκρό και δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να τους σώσει από την επιλογή ή από το θάνατο λόγω εξάντλησης. Η ζωή τους είναι σύντομη αλλά το πλήθος τους αμέτρητο· αυτοί οι Muselmänner, αυτοί που βούλιαξαν είναι η ψυχή του στρατοπέδου· αυτοί, η ανώνυμη μάζα, ακατάπαυστα ανανεούμενη και πάντα η ίδια, η μάζα των μη-ανθρώπων που βαδίζουν και εξαντλούνται μες στη σιωπή, με σβησμένη μέσα τους τη θεία φλόγα, άδειοι μέσα τους για να υποφέρουν πραγματικά. Διστάζει κανείς να τους ονομάσει ζωντανούς: διστάζει να ονομάσει θάνατο το θάνατό τους, που δεν τον φοβούνται καν γιατί είναι πολύ κουρασμένοι ακόμα και να τον αισθανθούν.
Η χωρίς πρόσωπο παρουσία τους κατακλύζει τη μνήμη μου κα εάν θα μπορούσα να κλείσω σε μια εικόνα το κακό της εποχής μας, θα διάλεγα αυτήν την οικεία σε μένα εικόνα: ένας άνθρωπος λιπόσαρκος, με σκυμμένο το κεφάλι και κυρτούς ώμους, χωρίς ίχνος σκέψης στα μάτια και το πρόσωπό του.
Εάν αυτοί που βούλιαξαν δεν έχουν ιστορία και ο δρόμος του αφανισμού είναι μόνο ένας και μεγάλος, αντίθετα οι δρόμοι της σωτηρίας είναι πολλοί, σκληροί και απροσδόκητοι».   

[Όλα τα  αποσπάσματα αντιγράφτηκαν από το βιβλίο του Πρίμο Λέβι, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μετάφραση Χαρά Σαρλικιώτη, Αθήνα, εκδόσεις Άγρα, 1998]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου